στέπ(π)α

στέπ(π)α
και λόγιος τ. στέππη, η, Ν
1. (βιογεωγρ.) ποώδης φυτοκοινωνία, χαρακτηριστική τών περιοχών με ημίξηρο κλίμα, η οποία αποτελείται κυρίως από αγρωστώδη και ριζωματικά φυτά καθώς και από ακανθώδεις θάμνους και είναι τυπική τής Ασίας και τής ανατολικής Ευρώπης
2. γεωγρ. η ευρεία ζώνη που διακόπτεται σε μερικά σημεία από οροσειρές και αρχίζει από την Ουγγαρία, εκτείνεται ανατολικά διά μέσου τής Ουκρανίας και τής νότιας Ρωσίας στην κεντρική Ασία και στη Μαντζουρία
3. φρ. α) «στέπ(π)α έρημος» — χορτότοπος, ξηρότερος από τη στέπα, που κείται σε μικρό υψόμετρο και το κάλυμμά του από χόρτο είναι λεπτότερο από τής στέπας, με σημεία χωρίς βλάστηση τα οποία πυκνώνουν σε αριθμό και μέγεθος προς τον νότο
β) «τέχνη στεπ(π)ών»
αρχαιολ. ο πολιτισμός που δημιούργησαν, ήδη από την εποχή τού λίθου αλλά κυρίως κατά την εποχή τού χαλκού, οι νομαδικοί λαοί που κατοικούσαν στις στέπες τής Ασίας, από τη Μογγολία μέχρι τη Ρουμανία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. steppe (πρβλ. και γερμ. Steppen) < ρωσ. step. Η λ. μαρτυρείται από το 1825 στον Π. Ιωαννίδη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”